- αρίδα
- η1. εργαλείο για να ανοίγουν οι μαραγκοί τρύπες, τρυπάνι.2. (ειρωνικά), τα πόδια: Πολύ τις άπλωσες τις αρίδες σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» … Dictionary of Greek
ἀρίδα — ἀρίς bow drill fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίκλα — η κνήμη, σκέλος, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικλήνι( ον) < αρχ. αντικνήμιον «το πρόσθιο μέρος της κνήμης». Ο τ. αντικλήνι( ον) με ανομοίωση αντί αντικνή(μ)νιον. Η κατάληξη νι με απλοποίηση του μνι σε νι κατά τα πολλά ουδ. σε νι, νια] … Dictionary of Greek
απλώνω — (AM ἁπλῶ, όω) [απλούς ( όος)] αναπτύσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω νεοελλ. Ι. εκθέτω στο ύπαιθρο πράγματα νωπά ή υγρά για να στεγνώσουν II. φρ. 1. «απλώνω την αρίδα μου» επαναπαύομαι, αδιαφορώ τελείως 2. «απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον» σηκώνω το χέρι… … Dictionary of Greek
αρίδι — το [αρίδα] μικρό τρυπάνι … Dictionary of Greek
αρίς — Όρμος της χερσονήσου του Σινά, σε απόσταση περίπου 120 χλμ. από το Πορτ Σάιντ. Εκεί βρισκόταν η αρχαία πόλη Ρινοκόλουρα που ονομάστηκε έτσι επειδή πολλοί κάτοικοί της είχαν κομμένες τις μύτες για διάφορα αδικήματα. Το 219 π.Χ. εκεί έγινε η μάχη… … Dictionary of Greek
ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… … Dictionary of Greek
περητήριον — τὸ, Α τρυπάνι, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. διαβα τήριον)] … Dictionary of Greek
ματικάπι — το ιού, το τρυπάνι, η αρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρίδαλος — clear. distinct masc/fem nom sg ἀρίδᾱλος , ἀρίδηλος clear. distinct masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)